Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

bridle rein


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο bridle παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: rein
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bridle n (harness)χαλινάρι, γκέμι ουσ ουδ
 A horse with only a bridle on ran into the road.
bridle [sth] vtr (horse: restrain)χαλιναγωγώ ρ μ
 Pupils at the riding school learn to saddle and bridle their horses.
bridle [sth] vtr figurative (control: excitement, etc.) (μεταφορικά)χαλιναγωγώ, τιθασεύω ρ μ
 Try to bridle the children's excitement while we're in the car.
 Προσπάθησε να χαλιναγωγήσεις (or: τιθασεύσεις) λίγο τον ενθουσιασμό των παιδιών όσο είμαστε στο αμάξι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bridle vi (react resentfully)αντιδρώ ρ αμ
  θυμώνω ρ αμ
 Joe bridled to hear his classmates call him a liar.
bridle at [sth] vi + prep (react resentfully to)αντιδρώ σε κτ ρ αμ + πρόθ
  θυμώνω με κτ ρ αμ + πρόθ
 The actress bridled at the suggestion that she owed her success to her family name.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
bridalway,
bridle path
n
UK (law: right of way)μονοπάτι ιππασίας περίφρ
Σχόλιο: A right of way on which non-motorised transportation is permitted, such as travel by horse, by foot or by bicycle.
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
bridleway,
bridle path
n
(path used for horseriding)μονοπάτι για ιππασία περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bridle rein στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bridle rein».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!